- χαμαιμηλᾶτον
- χᾰμαι-μηλᾶτον, τό,A preparation of camomile, interpol. in Orib.5.33.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαμαιμηλάτον — τὸ, Α κρασί με άρωμα χαμόμηλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαίμηλον + κατάλ. ᾶτον (< λατ. κατάλ. atum), πρβλ. μαστιχ ᾶτον] … Dictionary of Greek